- ευρεσιτέχνης
- ο изобретатель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευρεσιτέχνης — ο 1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης 2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασι τέχνης] … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek